- κτησίων
- κτήσιοςbelonging to propertyfem gen plκτήσιοςbelonging to propertymasc/neut gen plκτη̱σίων , κτῆσιςacquisitionfem gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κτησίων — Κτήσιος belonging to property masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήσιος — Προσωνυμία του Δία ως προστάτη της ατομικής περιουσίας. Ο Κ. Δίας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην Αττική υπήρχε βωμός στον δήμο Φλύας και ένα λατρευτικό κέντρο στον Πειραιά. Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι θυσίαζαν ένα λευκό… … Dictionary of Greek